-ίτσα

-ίτσα
υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής, η οποία πιθανόν να σχηματίστηκε αναλογικά προς την υποκορ. κατάλ. μσν. ουδ. σε -ίτσιν -ίκι(ο)ν, ουδ. τής -ίκιος, με τσιτακισμό (δηλ. τροπή τού -κ- σε -τσ- προ φωνήεντος -ι-, όπως αστρ-ίκιν, αστρ-ίτσιν). Για τις περισσότερες περιπτώσεις πιθανότερη φαίνεται η ερμηνεία τής προελεύσεως τής κατάλ. από το θηλ. -ίτισσα (Χ. Συμεωνίδης), με σίγηση τού άτονου -ι- σε λέξεις των βόρειων ιδιωμάτων. Κατ' άλλους, η κατάλ. προέρχεται από τη σλαβ. itsa, ενώ η άποψη σύμφωνα με την οποία η κατάλ. -ίτσα προέρχεται από την αρχ. -ίσκη δεν φαίνεται πιθανή.Παραδείγματα λέξεων σε -ίτσα: αγκαλίτσα, αλεπουδίτσα, αλυσιδίτσα, αρκουδίτσα, γομίτσα, δασκαλίτσα, εικονίτσα, εκκλησίτσα, καλυβίτσα, καραμελίτσα, καρφίτσα, κοιλίτσα, κοπελίτσα, κουκλίτσα, κουταλίτσα, κρεμίτσα, μαγειρίτσα, μαϊμουδίτσα, μαννουλίτσα, μαρμελαδίτσα, μπαλίτσα, μπιρίτσα, μπλουζίτσα, μπουκίτσα, μπριζολίτσα, μυτίτσα, ντοματίτσα, ομπρελίτσα, ουρίτσα, παρεΐτσα, πιατελίτσα, πλατεΐτσα, ποδίτσα, πολυθρονίτσα, πορτοκαλαδίτσα, ρομπίτσα, σα(κ)κουλίτσα, σαλατίτσα, σκαλίτσα, σουπίτσα, σταλίτσα, τουρτίτσα, φιλεναδίτσα, φλογίτσα, φουστίτσα, φρατζολίτσα, φωλίτσα, φωτίτσα, χουφτίτσα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • θείτσα — η υποκορ. τού θεία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θει ίτσα κατά προφύλαξη < θεία + υποκορ. κατάλ. ίτσα (πρβλ. κιθαρ ίτσα, ταβερν ίτσα)] …   Dictionary of Greek

  • καλογριίτσα — και καλογρίτσα, η 1. (υποκορ. τού καλογριά) 1. μικρή στην ηλικία ή κοντή στο ανάστημα καλογριά 2. (θωπευτικά) αγαθή μοναχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλόγρια + υποκορ. κατάλ. ίτσα (πρβλ. καρφ ίτσα, φανελ ίτσα)] …   Dictionary of Greek

  • καριδίτσα — καριδίτσα, ἡ (Μ) (με ειρωνική διάθεση) γαριδούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρίς, ίδος + υποκορ. κατάλ. ίτσα (πρβλ. γλωσσ ίτσα, πεταλουδ ίτσα)] …   Dictionary of Greek

  • καστρίτσα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 490 μ., 668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 12 χλμ. ΝΑ της πόλης των Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παμβώτιδος. * * * η (υποκορ. τού κάστρο)… …   Dictionary of Greek

  • καυκίτσα — και καυχίτσα, η ερωμένη, γκομενίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καύκα (II) + υποκορ. κατάλ. ίτσα (πρβλ. κοπελ ίτσα, σκυλίτσα)] …   Dictionary of Greek

  • πατερίτσα — Βουνό της Αρκαδίας. Αποτελεί συνέχεια του Μαινάλου και η ψηλότερη κορυφή του είναι 1.869 μ. Πιθανότατα, το βουνό αυτό είναι το αρχαίο Θαυμάσιο. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές ένα σπήλαιο που υπάρχει σε ύψος 1.425 μ. ταυτίζεται με το σπήλαιο της… …   Dictionary of Greek

  • Diminutive — In language structure, a diminutive,[1] or diminutive form (abbreviated dim), is a formation of a word used to convey a slight degree of the root meaning, smallness of the object or quality named, encapsulation, intimacy, or endearment.[2][3] It… …   Wikipedia

  • Cypriot Greek — This article is about the modern Greek dialect of Cyprus. For the ancient Greek dialect, see Arcadocypriot. History of the Greek language (see also: Greek alphabet) Proto Greek (c. 3000–1600 BC) …   Wikipedia

  • Demotizismus — Unter Dimotiki (griechisch δημοτική [γλώσσα], „Volkssprache“) versteht man die historisch gewachsene und in direkter Kontinuität aus dem Altgriechischen entstandene neugriechische Volkssprache. Der Begriff als solcher ist seit 1818 belegt.[1] Die …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”