- -ίτσα
- υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής, η οποία πιθανόν να σχηματίστηκε αναλογικά προς την υποκορ. κατάλ. μσν. ουδ. σε -ίτσιν -ίκι(ο)ν, ουδ. τής -ίκιος, με τσιτακισμό (δηλ. τροπή τού -κ- σε -τσ- προ φωνήεντος -ι-, όπως αστρ-ίκιν, αστρ-ίτσιν). Για τις περισσότερες περιπτώσεις πιθανότερη φαίνεται η ερμηνεία τής προελεύσεως τής κατάλ. από το θηλ. -ίτισσα (Χ. Συμεωνίδης), με σίγηση τού άτονου -ι- σε λέξεις των βόρειων ιδιωμάτων. Κατ' άλλους, η κατάλ. προέρχεται από τη σλαβ. itsa, ενώ η άποψη σύμφωνα με την οποία η κατάλ. -ίτσα προέρχεται από την αρχ. -ίσκη δεν φαίνεται πιθανή.Παραδείγματα λέξεων σε -ίτσα: αγκαλίτσα, αλεπουδίτσα, αλυσιδίτσα, αρκουδίτσα, γομίτσα, δασκαλίτσα, εικονίτσα, εκκλησίτσα, καλυβίτσα, καραμελίτσα, καρφίτσα, κοιλίτσα, κοπελίτσα, κουκλίτσα, κουταλίτσα, κρεμίτσα, μαγειρίτσα, μαϊμουδίτσα, μαννουλίτσα, μαρμελαδίτσα, μπαλίτσα, μπιρίτσα, μπλουζίτσα, μπουκίτσα, μπριζολίτσα, μυτίτσα, ντοματίτσα, ομπρελίτσα, ουρίτσα, παρεΐτσα, πιατελίτσα, πλατεΐτσα, ποδίτσα, πολυθρονίτσα, πορτοκαλαδίτσα, ρομπίτσα, σα(κ)κουλίτσα, σαλατίτσα, σκαλίτσα, σουπίτσα, σταλίτσα, τουρτίτσα, φιλεναδίτσα, φλογίτσα, φουστίτσα, φρατζολίτσα, φωλίτσα, φωτίτσα, χουφτίτσα.
Dictionary of Greek. 2013.